Ἀντίθετα πρὸς τὴν αὐτοεκπληρούμενη προφητεία τῶν ἐχθρῶν τῆς παράδοσης, πὼς οἱ φίλοι τῆς παράδοσης εἶναι πολιτικὰ συντηρητικοί (μαζὶ μ’ αὐτοὺς κι οἱ καλλιτέχνες φίλοι τῆς παράδοσης, οἱ ὁποῖοι θεωροῦνται ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς τῆς παράδοσης ὡς ἐθνικιστὲς κι ὄχι καλλιτέχνες), ὁ Κόντογλου κι ὁ Θεόφιλος ζωγράφισαν καθένας τὸν Περικλῆ, σὲ μιὰ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπῆρχαν πολλὰ περιθώρια οὔτε καὶ γιὰ νὰ συζητήσει κανεὶς τὴν ἄμεση δημοκρατία.
Ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται κι ἐνάντια στὴν θεώρηση πὼς εἴτε θὰ μισήσεις ὡς καταπιεστικὴ τὴν παράδοση εἴτε θὰ μισήσεις κάθε τι καινούργιο, ὁ Κόντογλου κι ὁ Θεόφιλος ζωγράφιζαν καὶ βυζαντινοὺς αὐτοκράτορες καὶ τὸν ἀμεσοδημοκράτη Περικλῆ. Καὶ νωχελικοὺς Τούρκους καὶ Ἀσιάτες ἀλλὰ καὶ πρόσωπα ἢ γεγονότα ἑλληνικῆς θεματολογίας. Καὶ δυτικὰ πορτραῖτα (ὁ Κόντογλου) ἀλλὰ καὶ βυζαντινά. Καὶ χριστιανικὰ θέματα ἀλλὰ καὶ προχριστιανικὰ ἢ μὴ χριστιανικά (γυμνές, Ἰνδοὺς φακίρηδες κ.λπ.). Στὴν ἀντίληψή τους φαίνεται ἀδικαιολόγητος, ἀμφισβητήσιμος καὶ ἀδιανόητος ὁ διχασμὸς ποὺ ἐπέβαλαν οἱ ἐχθροὶ τῆς παράδοσης. Βλέπουμε, γιὰ παράδειγμα, βυζαντινότροπες ἐκδοχὲς τοῦ γυμνοῦ ἀνδρικοῦ καὶ γυναικείου σώματος, καὶ βυζαντινότροπες ἐκδοχὲς τῆς προχριστιανικῆς μυθολογίας.
Μιὰ τέτοια συνδυαστικὴ ἀντίληψη εἶναι ποὺ ἐξαγριώνει τοὺς ἐχθροὺς τῆς παράδοσης, ὅποιο ὄνομα κι ἂν ἔχουν, γιατὶ (παρὰ τὸ ὅτι κι αὐτὴ ἡ συνδυαστικὴ ἀντίληψη -ὅπως εἶναι φυσικὸ- κάνει τὶς ἱεραρχήσεις της, παρὰ ταῦτα) ἀπορρίπτει ὡς δευτερεύοντα ἢ χωρὶς ἰδιαίτερη σημασία τὰ διλήμματα ποὺ οἱ ἐχθροὶ τῆς παράδοσης θέτουν ὡς τὰ σημαντικότερα καὶ ὡς ἀνυπέρβλητα. Καὶ κυρίως γιατὶ ἀναιρεῖ στὴν πράξη καὶ δίχως λόγια τοῦ ἀέρα -σὰν τὰ δικά τους- τὸ δόγμα τους. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ζωή τους εἶναι μόνο πικρόχολα λόγια τοῦ ἀέρα -γιὰ τὸ φαντασιακό, γιὰ τὴν ἐπινόηση τῆς παράδοσης κ.ἄ.- καὶ ἡ τέχνη τους εἶναι ἀντίστοιχης ποιότητας: Μια τέχνη μὲ σκοπὸ μόνο ἢ κυρίως νὰ προκαλεῖ τοὺς «νοικοκυραίους», νὰ αὐτοθυματοποιεῖται ἀποδεικνύοντας ὅτι εἶναι «ὑπὸ διωγμὸ», καὶ ἔτσι νὰ τὰ ‘κονομᾶ χοντρά -εἰδάλλως, μεταμοντέρνοι σολιψιστικοὶ μονόλογοι.