Νόμος εἶναι τὸ δίκαιο τοῦ κοσμοπολίτη καὶ τοῦ τουρίστα.
Τοῦ κοσμοπολίτη, μὲ τὰ ἐξασφαλισμένα εἰσοδήματα, ὁ ὁποῖος νοιώθει τὸ ἴδιο ὡς ἄτομο σὲ ὅποια χώρα κι ἂν μένει, δὲν ἔχει καμμία ρίζα, καὶ μόνο μὲ τοὺς ἀνὰ τὴν ὑφήλιο ὅμοιούς του νοιώθει ἀδερφός. Ξεπήδησε ἀπὸ τὸ μηδέν, ἔπεσε τυχαῖα σὲ κάποιον τόπο, αὐτάρκες ὡς ἄτομο. Σὰν τοὺς ἀπάτριδες τῆς Ἀριστερᾶς καὶ τοῦ Ἀναρχισμοῦ.
Τοῦ τουρίστα, ποὺ ἀπαιτεῖ, ἀφοῦ ἔρθει στὸν τόπο σου γιὰ ἕνα Σαββατοκύριακο καὶ βγεῖ Σάββατο βράδι, νὰ βρεῖ ἀνοιχτὰ τὰ μαγαζιὰ τὴν ἑπόμενη μέρα γιὰ νὰ ψωνίσει, καὶ πρέπει νὰ καταστραφοῦν οἰκογένειες γιὰ χάρη τοῦ καπρίτσιου του (εἴτε οἰκογενειακὲς ἐπιχειρήσεις εἴτε μισθωτοὶ-μέλη τῶν οἰκογενειῶν).