Βόρεια Ἰταλία, 6ος – 10ος αἰ.
Τὸ πιὸ ἐνδιαφέρον ἔγκειται στὴν πρόσληψη τῶν ἔργων αὐτῶν τὴν ὁποία κάνουν ἄνθρωποι ὑπὲρ τοῦ πολυπολιτισμοῦ κατὰ τὰ ἄλλα ἀντικληρικαλιστὲς ἀλλὰ ὄχι ἀπαραίτητα φανατικοὶ ἀντιχριστιανοί. Μποροῦν νὰ ἐκτιμήσουν μιὰ βυζαντινὴ εἰκόνα ἢ νὰ ἀποτιμήσουν ὡς ἀνεκτίμητο καὶ ὑπέροχο ἕνα ψηφιδωτό. Τὸ μόνο ποὺ δὲν μποροῦν νὰ διαπιστώσουν εἶναι ὄτι τὸ ψηφιδωτὸ αὐτό, τὴν ἀνεκτίμητη τοιχογραφία ἢ εἰκόνα ἐκείνη συχνὰ τὴν εἶχε παραγγείλει ἕνας μεσαιωνικὸς επίσκοπος ἢ κληρικὸς ποὺ λίγο διέφερε ἀπὸ τὸν Χριστόδουλο ἢ τὸν Ἄνθιμο. Ὅποτε τὸ αντιλαμβάνονται, ἀντιδροῦν σπασμωδικά: Εἴτε «κάνουν πίσω» καὶ ἀρνοῦνται τὴν καλλιτεχνικὴ ἀξία τοῦ ἔργου μὲ βάση τὴ θεωρία «βάση-ἐποικοδόμημα» («τὸ ψηφιδωτὸ παρήγγειλε τὸ κάθαρμα ποὺ ἔκαψε τὴν τάδε, ἄρα εἶναι ἀπαίσιο») εἴτε καμώνονται ὅτι δὲν ξέρουν τίποτε γιὰ τοὺς χορηγοὺς τῶν ἔργων αὐτῶν. Γιατὶ τοὺς εἶναι ἀδιανόητο ὅτι «τέρατα σὰν τοὺς παπάδες/ιεράρχες, τὴν θεσμικὴ Ἐκκλησία κι αὐτοὺς ποὺ θέλουν σταυρὸ στὴ Ροτόντα» εἶναι δυνατὸν νὰ ἐνέκριναν καὶ νὰ χρηματοδότησαν ἐνδιαφέροντα πράγματα.