Εἶναι διάχυτη ἡ ἀντίληψη ὅτι οἱ Βυζαντινοὶ θεωροῦσαν ἱερὴ τὴν Παράδοση καὶ ἔγκλημα τὴν ἀμφισβήτησή της. Ἡ ἀντίληψη αὐτὴ ἐκφράζεται εἰδικὰ στὰ ζητήματα τῆς βυζαντινῆς τέχνης, ἡ ὁποία θεωρεῖται πὼς ἔμεινε ἀπαράλλαχτη ἐξαιτίας τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιμετωπιζόταν ἡ Παράδοση.
Ἡ Leslie Brubaker («In the beginning was the Word: Art and Orthodoxy at the Councils of Trullo (692) and Nicaea II(787)») ἐπιχειρηματολογεῖ ὑπὲρ τῆς ἄποψης ὅτι ἡ Παράδοση δὲν ἦταν ταμποὺ στὴ Ρωμανία. Ἀντίθετα, μποροῦσε νὰ ἀμφισβητεῖται καὶ νὰ ξεπερνιέται γιὰ χάρη τῆς πραγματικότητας ποὺ ἔθεταν ζητήματα φιλοσοφικὰ καὶ θεολογικά.
Ἀκόμη καὶ ἡ ἐπιλογὴ μὲ βάση τὴν (χριστιανικὰ ἰδωμένη) πραγματικότητα ὡς κριτήριο κατὰ τῆς τρέχουσας Παράδοσης δείχνει ὅτι γιὰ τοὺς Ρωμιοὺς ὅταν ἡ Παράδοση (ἡ ἀπεικόνιση τοῦ Χριστοῦ ὡς Ἀμνοῦ) ἐρχόταν σὲ σύγκρουση μὲ τὴν πραγματικότητα (φυσικά, ὅπως τὴν ἀντιλαμβάνονταν οἱ Ὀρθόδοξοι: ὅτι, δηλαδή, ὁ Χριστὸς ἐνσαρκώθηκε σταυρώθηκε κ.ο.κ. -ἀλλὰ δὲν ἔχει σημασία), τότε ἐπιλεγόταν ἡ πραγματικότητα καὶ ὄχι ἡ Παράδοση.