Τάκης Παπατσώνης, Εἰς ἦχον ἀναστάσιμον

Ὅλο τὸ ποίημα

[…]

Ὄχι ἔτσι ἐμεῖς: τοὺς νιοσκαμμένους τάφους
θὰ τοὺς ἀνοίγουν οἱ νεκροὶ γιὰ τοὺς νεκρούς τους,
ἄφετε τούτους θάπτειν, ὄχι ἐμεῖς,
«τὴν τῶν Ἑλλήνων νεκρὰν φωνὴν καταθάπτει
»ὅλος ὁ Δῆμος τῶν Ἀποστόλων, καθὼς θεολογεῖ».
Ἂς καταθάπτει, ἀλλὰ ὄχι ἐμεῖς.
Εἶπαν καὶ τοῦτο τὸ στενόκαρδο,
σὲ ὥρα ὑψηγορίας: «Ὁ Πέτρος ρητορεύει,
»ὁ Πλάτων κατεσίγησε· διδάσκει Παῦλος,
»Πυθαγόρας ἔδυσεν»· Ἀλλὰ ὄχι ἐμεῖς
δὲν θὰ τὸ ποῦμε. Καὶ Πέτρο κηρύσσουμε,
καὶ Πυθαγόρα μὲ τὰ τρίγωνα. Καὶ τὸν Ταρσέα Παῦλο
καὶ Πλάτωνα ὑψιπέτη κι ὅλοὺς τοὺς ὁμίλους
ἄχρονους καὶ πνευματικούς, κι ὅλους τοὺς εἰς Χριστόν,
Ἑβραίων κι Ἑλλήνων σκάνδαλο καὶ μωρία,
Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τοῦτον Ἐσταυρωμένον,
Ἰησοῦν Χριστὸν μὲ λάβαρο καὶ ποὺ ἀληθῶς
ἀνέστη, ἡ ὀρθὴ καὶ ζῶσα καταλαλιὰ
γιὰ ὑπναλέους ψεύτικους μάρτυρες
ποὺ σκυθρωπάζουν, φρουροὺς
περιδεεῖς καὶ δωρολῆπτες.

 

Καὶ τρίγωνα, καὶ τετράγωνα καὶ πολύγωνα κηρύττουμε κι ἐμεῖς. Ἀλλὰ ὄχι τρίγωνα-κάλαντα γιὰ νὰ τὰ πᾶμε καλὰ μὲ τὸν προσεκτικὰ χριστιανοφάγο, ἢ τὸν ψεκασμένο ἢ τὸν ἀνάρχα τοῦ πάνω διαμερίσματος. Ἢ τὸν ἑλληνοκεντρικὸ τοῦ ἀπὸ κάτω διαμερίσματος. Τέτοιες λύσεις ἔχουν νόημα μόνο ὅταν ἔχουν τεθεῖ λαθεμένα («ἑλληνοχριστιανικὰ» ἢ ἀντιχριστιανικά) ἐρωτήματα.

Ὁ σημερινὸς ψεκασμένος ἑλληνοκεντρικὸς ποὺ δηλώνει καὶ χριστιανὸς δὲν εἶναι ὁ «ἐν μέρει χριστιανίζων κι ἐν μέρει ἐθνικὸς» ἀλεξανδρινὸς τοῦ Καβάφη. Εἶναι ἕνας μισοαμόρφωτος μικροαστός, ποὺ λίγο ἀκόμα θέλει γιὰ νὰ πιστέψει πὼς «ὁ Ἰησοῦς ἦταν Ἕλληνας», καὶ ποὺ ὅταν ἐννοεῖ «Ὀρθοδοξία» ἐννοεῖ κάτι δίχως τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἰουδαϊκὴ παράδοσή της.

Γιατὶ τὰ πραγματα ἔχουν ἀπαντηθεῖ πρὶν ἀπὸ 1650 χρόνια:

«τούτων τὸ μὲν ἐξεταστικόν τε καὶ θεωρητικὸν ἐδεξάμεθα, ὅσον δὲ εἰς δαίμονας φέρει καὶ πλάνην καὶ ἀπωλείας βυθὸν διεπτύσαμεν».

Ὅπως τὸν ἄθρησκο / ἄθεο / ἀλλόθρησκο ὁ ὁποῖος διαφωνεῖ ἀλλὰ ἐκτιμᾶ τὴν καλλιτεχνικὴ κ.λπ. διάσταση τοῦ Χριστιανισμοῦ, δὲν τὸν αἰσθανόμαστε ἐχθρό μας, ἀλλὰ ἴσως καὶ δικό μας, ἔτσι δεχόμαστε ὡς μὴ ἐχθρικό, φιλικὸ ἢ καὶ δικό μας τὸ «ἐξεταστικὸν» καὶ τὸ «θεωρητικόν».

καί, πρὶν ἀπὸ ἐννιὰ αἰῶνες:

«Τοῖς τὰ Ἑλληνικὰ δεξιοῦσι μαθήματα, καὶ μὴ διὰ παίδευσιν μόνον ταῦτα παιδευομένοις, ἀλλὰ καὶ ταῖς δόξαις αὐτῶν καὶ ταῖς ματαίαις ἑπομένοις, καὶ ὡς ἀληθέσι πιστεύουσι, καὶ οὕτως αὐταῖς, ὡς βέβαιον ἔχουσαις […] ἀνάθεμα»

Τὸ παραπάνω, προφανῶς, δὲν ἀπευθύνεται στὸν ἄθρησκο / ἄθεο / ἀλλόθρησκο. Εἶναι μιὰ διευκρίνιση κι ἐπεξήγηση πρὸς τὸν ἔτι «ἐντός».

Δὲν χρειάζονται ἄλλες «ἀπολογίες» ἐθναμυντορικοῦ χαρακτήρα, συνειδητὲς ἢ ἀμήχανες, ποιητικὲς καὶ μή. Ὅποιος δὲν θέλει νὰ ψωνίσει ἀπ’ τὸ μαγαζὶ αὐτό, ἂς πάει στὸ ἀπέναντι, δὲν θὰ τὸν κρατήσουμε μὲ ψέματα.

Ἄνθρωπος μὲ τὸν ὁποῖο εἶχα πρὶν ἀπὸ δεκαπέντε διάλογο σχετικὰ μὲ τὴ σχέση Ἑλληνισμοῦ-Χριστιανισμοῦ, ἔγραψε πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια ἕνα βιβλίο στὸ ὁποῖο προσπαθεῖ ἐξηγήσει τὴν «ἐπιβίωση» τοῦ Ἑλληνισμοῦ-Παγανισμοῦ στὸ Βυζάντιο μὲ τὴν ἄποψη ὅτι ἐπιτιθέμενοι οἱ βυζαντινοὶ Ὀρθόδοξοι σὲ μιὰ ἰδέα, τοῦ Ἑλληνισμοῦ-Παγανισμοῦ, τὴ συντηροῦσαν καὶ τὴ διέσωζαν ἀπὸ τὴ λήθη, ὥστε κάποια στιγμὴ αὐτὴ αὐτονομήθηκε, βρῆκε τοὺς ὁπαδούς της. Ἀλλὰ ποιὸς ὁ λόγος νὰ ἀντιγράφει κάποιος χριστιανὸς τὰ συγγράμματα τοῦ Ἰουλιανοῦ ἐνῶ δὲν ὑπῆρχαν πλέον ὁπαδοί του κι ἐνῶ ὁ Ἰουλιανὸς ἔγραφε ὅτι θὰ ἤθελε νὰ κάψει τὰ χριστιανικὰ συγγράμματα; Γιὰ νὰ ἔχει -ὁ χριστιανός- κάποιον νὰ ἀσχολεῖται ἐναντίον τόυ;  γιὰ νὰ περνάει τὸν καιρό του;

Πιὸ καλὰ στέκει ἡ θεωρία ὅτι ἂν δὲν ἦταν τόσο σίγουροι οἱ Βυζαντινοὶ γιὰ τὴν ἐξαφάνιση τοῦ Παγανισμοῦ, ἡ ὁποία σιγουριὰ δὲν ἀποδεικνύεται ἐσφαλμένη ἐξαιτίας λίγων χιλιάδων ἀνθρώπων, θὰ ἐξαφάνιζαν κάθε ἀναφορὰ σὲ ὅ,τι «εἰς δαίμονας φέρει». Ἀλλὰ ἀκόμα κι ἂν δὲν ἦταν σίγουροι, τότε ἀκόμη περισσότερο ἡ ἐπιλογή τους νὰ μὴν ἐξαφανίσουν τὰ ἀσύμβατα μὲ τὸ Χριστιανισμὸ πλατωνικὰ κείμενα ἀποτελεῖ λόγο γιὰ νὰ τοὺς παραδέχεται κάποιος ὡς ἀνεκτικούς. Τίποτε, κυριολεκτικά, δὲν ἀνάγκαζε τὸ Βυζάντιο στὴ διατήρηση ὅσων ἦταν ἀσύμβατα μὲ τὸ Χριστιανισμό, οὔτε ἡ ἀνάγκη γιὰ παιδεία οὔτε γιὰ πολεμικὴ οὔτε τίποτα.

This entry was posted in Αρχαιότητα, Ρωμανία, θρησκεία and tagged , , , , . Bookmark the permalink.

Σχολιάστε