Ὁ κομμουνισμὸς ἔλεγε ὅτι σημασία δὲν ἔχουν τὰ ἄτομα ἀλλὰ οἱ κοινωνικὲς συνθῆκες. Δὲν ἦταν μιὰ θεωρία γιὰ Ἡγέτες ἀλλὰ γιὰ μαζικὲς ἐνέργειες ὅταν οἱ συνθῆκες τὶς καταστήσουν ἀναπόφευκτες καὶ νικηφόρες.
Παραδόξως δηλαδή, αὐτὴ ἡ θεωρία, ποὺ ἀρνεῖται τὴν προτεραιότητα τοῦ Ἀρχηγοῦ, ἐφαρμοζόμενη στὴν πράξη, εἴτε σὲ ἐπίπεδο κρατικὸ εἴτε σὲ ἐπίπεδο ἀναρχικοῦ στεκιοῦ, ἀπέφερε προσωπολατρεία τοῦ Ἡγέτη καὶ μακροχρόνια παραμονὴ στὴν ἐξουσία συγκεκριμένων ἀτόμων (Κάστρο, Στάλιν κ.λπ.). Ἡ πράξη ἀκύρωσε τὴ θεωρία.
Ἂν ψάξουμε γιὰ κάτι ἀντίστοιχο στὸν φιλελευθερισμό, θὰ βροῦμε ἢ τοὺς κρατικοδίαιτους ἀντικρατιστὲς ἢ τοὺς ἀντικρατιστὲς ποὺ ζητοῦν ἀπὸ τὸ κράτος νομοθεσία συγκεκριμένου περιεχομένου: πάλι, ἡ θεωρία (ἐλεύθερη ἀγορά) ἀκυρώνεται ἀπὸ τὴν πράξη (κάποιος ἐπιβάλλει διὰ τῆς νομοθεσίας καὶ τῆς βίας του τὴν ἐλευθερία τῆς ἀγορᾶς).
Μποροῦμε, ὡστόσο, ἀκόμη νὰ ἐλπίζουμε στὴν ταύτιση θεωρίας καὶ πράξης