Τὸ 1204 μιὰ δυτικὴ πόρνη, ἀπὸ αὐτὲς ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὰ στρατεύματα τῆς Δ’ Σταυροφορίας, ὅπως γράφει ὁ Χωνιάτης, ἀνέβηκε στὸ σύνθρονο, στὸ βάθος τοῦ ἱεροῦ βήματος τῆς Ἁγίας Σοφίας, κι ἄρχισε νὰ τραγουδᾶ, νὰ στριφογυρνᾶ καὶ νὰ ξεφαντώνει χορεύοντας:
ἀλλὰ καὶ γυναικάριον σεσωρευμένον ἁμαρτίαις, Ἐριννύων ζάκορον, δαιμόνων πρόσπολον, ἀρρήτων τε γοητειῶν καὶ ἐπιρρήτων ἐπῳδῶν ἐργαστήριον, καταστρηνιᾶσαν Χριστοῦ, ἐπὶ τοῦ συνθρόνου καθῖσαν κεκλασμένον ἀφῆκε μέλος καὶ πολλάκις περιδινηθὲν εἰς ὄρχησιν τὼ πόδε παρενεσάλευσε
Moreover, a certain silly woman laden with sins, an attendant of the Erinyes, the handmaid of demons, the workshop of unspeakable spells and reprehensible charms, waxing wanton against Christ, sat upon the synthronon and intoned a song, and then whirled about and kicked up her heels in dance. (μτφ. H. J. Magoulias)
Αὐτὴ τὴ φορὰ ὅμως, οἱ Ἕλληνες ἀπουσίαζαν, ἐνῶ ἡ χορεύτρια δὲν ἦταν Εὐρωπαία. Καὶ οἱ Τοῦρκοι νὰ ἐξαγριώνονται μὲ τὴ βεβήλωση τοῦ «τζαμιοῦ τους».