Γεροντικὲς ἐκδικήσεις

Ὅταν ἐπὶ 40-45 χρόνια ἡ μνησίκακη Ἀμφισβήτηση ἔχει ποτίσει ἕως καὶ τὸ μεδούλι τοῦ μεταπολεμικοῦ Ἕλληνα, ἡ κριτικὴ στὴ Γώγου εἶναι ὅ,τι ἀκριβῶς γράφεται στὸν τίτλο τῆς ἀνάρτησης. Δὲν ἔχει πρακτικὸ νόημα, δηλαδὴ δὲν θὰ μπορέσει νὰ ἀντιστρέψει τὰ ἀποτελέσματα τῆς Ἀμφισβήτησης. Εἶναι μιὰ κριτικὴ ἐκτὸς χρόνου καὶ τόπου (ἀφοῦ ἡ γωγικὴ Ἑλλάδα δὲν εἶναι ἴδιος τόπος μὲ τὴν Ἑλλάδα τοῦ 1963). Ἡ Ἀμφισβήτηση ἔκαψε ὅλο τὸ λίπος τοῦ Νεοέλληνα, ὁ ὁποῖος εἶναι χειροπόδαρα δεμένος, καὶ δὲν ὑπάρχει χρόνος γιὰ ἀνασυγκρότηση (παρὰ μόνο μὲ 2 -μόνο- θαύματα). Ἡ μνησικακία τῆς Ἀμφισβήτησης ἔχει καταφέρει ἕνα τέτοιο ἀναποδογύρισμα καὶ μιὰ τέτοια ἐπαναξιολόγηση τῶν ἀξιῶν, ὥστε λ.χ. οἱ ἐκπρόσωποί της νὰ μνησικακοῦν ἀποκαλώντας / κατηγορώντας ὡς μνησίκακους τὸν ὑπόλοιπο κόσμο· ἐμᾶς. Ἂς ποῦμε, ὅταν χρησιμοποιοῦμε τὸν ὅρο «γκόθικ» (ὅ,τι πιὸ μὴ ἑλληνικό, καὶ ὅ,τι πιὸ Νορδικό) γιὰ κάποια δημοτικὰ τραγούδια, μοιάζουμε λιγάκι τοῦ Σ. Μάνγκο, ποὺ ἀποκαλοῦσε «γοτθικὴ» τὴν βασιλικὴ μετὰ τρούλλου Ἁγία Σοφία. Βλέπουμε τὸν ἑαυτό μας διὰ μέσου τῆς Ἀμφισβήτησης καὶ τοῦ σημείου ἀναφορᾶς ποὺ αὐτὴ ἔθετε. Ὑπάρχει, σὲ μερικούς, κι ἕνας φόβος μήπως δὲν εἶναι γκόθικ ἢ ρὸκ ἡ παράδοσή μας πρὸ τοῦ 1960.

Εἶναι βεβαίως εἰλικρινὰ εὐχάριστο νὰ παίρνουμε ρομαντικὰ τὸ μέρος τῶν ξεχασμένων καὶ «ἡττημένων» (ἄλλωστε, αὐτὸ μᾶς ἔμαθε ἡ Ἀμφισβήτηση: ἡ ἐκδοχὴ τῆς ἱστορίας τῶν ἡττημένων εἶναι ἰδίῳ δικαιώματι ἀληθέστερη, ἀνθρωπινότερη), ἁπλά, πόσο μᾶλλον ὅταν ἡ δική μας ἐκδοχὴ εἶναι ποὺ ἡττήθηκε (ὅποιαδήποτε μὴ δική τους, ἐννοῶ). Τέλος πάντων, νά ἕνα ποίημα τοῦ 2006 (ἂν μπορεῖ νὰ τὸ πεῖ κανεὶς ποίημα!), σὲ στιγμὲς κοροϊδευτικῆς διάθεσης (τῆς μόνης γιὰ τὴν ὁποία ἴσως θὰ ἄξιζε):

ΑΝΤΙΑΝΤΙ

Κάποτε, Γιώργη,

οἱ φυλακὲς θὰ γίνουν ρεμπετάδικα.

Τότε ὅλοι θὰ μποροῦμε νὰ κάνουμε

ὅ,τι θέλουμε.

Τότε ὁ χρόνος θὰ κυλᾶ ἀντίστροφα.

Θὰ βγαίνουμε ἔξω ἀπ’ τὸ σῶμα μας,

θὰ μπαίνουμε δυὸ δυὸ σ’ ἕνα σῶμα,

καὶ δὲ θὰ ὑπάρχει βαρύτητα οὔτε τριβή.

Ἐκείνη τὴν ἐποχή, Δημήτριε, θὰ συναντᾶμε

τὸ πρόσωπο καὶ τὴν οὐσία τοῦ κόσμου

γυμνοὶ στὰ πάρκα,

καὶ θὰ μποροῦμε νὰ πατᾶμε κάποιο

διακόπτη, δικῆς μας πατέντας, ποὺ θὰ

μᾶς πηγαίνει ἐναλλὰξ ἀπὸ τὴν Ὕπαρξη

στὴν Ἀνυπαρξία,

γιὰ νὰ συνάπτουμε ἀγαπητικὲς σχέσεις καὶ

μὲ τὶς δύο.

Γιατὶ τότε μόνο θὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι

κι εὐτυχισμένοι, ὅταν τὸ ἀπόκρυφο Ἐγώ

μας κατοικήσει σ’ ἕναν θάμνο.

This entry was posted in ποίηση, Αριστερά, Ελλάδα, κοινωνία and tagged . Bookmark the permalink.

3 Responses to Γεροντικὲς ἐκδικήσεις

  1. Ο/Η Αντώνης λέει:

    το 1ο θαύμα, θυμάμαι, είναι οτι θα γίνει το 2ο. Το 2ο δε θυμάμαι..

    Μου αρέσει!

  2. Ο/Η Αντώνης λέει:

    σωστά..

    Μου αρέσει!

Αφήστε απάντηση στον/στην Χρονογραφίες Ακύρωση απάντησης