Παλιά, τὰ Χριστούγεννα εἶχαν κάτι νὰ ποῦν στὸν κόσμο, γιατὶ ὁ κόσμος πίστευε στὸ Χριστό. Ἔστω καὶ οἱ Γερμανοὶ καὶ οἱ Ἀγγλογάλοι στὰ Χριστούγεννα τοῦ 1914, στὴν αὐθόρμητη ἐκείνη ἀνακωχὴ ποὺ ἐκνεύρισε τοὺς διοικητὲς καὶ τοὺς κυβερνῶντες. Γιατὶ μόνο ὁ Χριστιανισμὸς μπορεῖ νὰ ἑνώσει τὴν Εὐρώπη, ἤ -νὰ τὸ πῶ καλύτερα- μόνο αὐτὸς τὴν ἕνωνε (ἀόριστος χρόνος). Ὄχι, φυσικά, πλήρως, ἀλλὰ πληρέστερα ἀπὸ κάθε ἄλλο πράγμα. Ὄχι ὁ Λόγος ἀλλὰ ὁ Ἐνσαρκωμένος Λόγος. Μετά, ἀπὸ τὸν πολὺ πνευματισμό (γιὰ νὰ μιλήσουν οἱ γονεῖς μὲ τὰ πνεύματα τῶν σκοτωμένων γιῶν τους) καὶ γενικὰ τὸ μεσοπολεμικὸ παραλήρημα, καὶ τὴν λαϊσιτέ, αὐτὰ κόπηκαν μαχαίρι στὰς Εὐρώπας. Καὶ μετά, μὲ τὴν εὐημερία καὶ τὸν Μάη (Ἕνας εἶναι ὁ Μάης), θάφτηκαν γιὰ πάντα. Ἐντελῶς.

Οἱ βλακεῖες μὲ τὸν Ρούντι τὸ ἐλαφάκι καὶ τὸν Χιχιχι-Χοχοχο, σίγουρα στὰ μάτια τῶν Μουσουλμάνων τῆς Εὐρώπης μοιάζουν ἀκριβῶς τὸ ἴδιο μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἔμοιαζαν στὰ μάτια τῶν Χριστιανῶν τοῦ 4ου αἰ. οἱ χωρὶς νόημα τυχαῖοι παγανιστικοὶ μύθοι, ποὺ ἄξιζαν νὰ γελοιοποιοῦνται καὶ νὰ καταστρέφονται. Τὰ κλασσικὰ παραδοσιοκρατικὰ ἀνθρώπινα ὄντα ποὺ μάχονται ὑπὲρ παραδόσεως, νομίζουν ὅτι ὑπερασπίζονται τὸν Χριστιανισμὸ ὑπερασπιζόμενα τὸν Σάντα Κλάους καὶ τὸν Μίκυ Μάους. Ἐνῶ θεός τους εἶναι ὁ γύρος, ἡ ταβέρνα, καὶ φυσικὰ τὸ Ἱερὸ Γυμναστήριο (Ἄ, καὶ ζήτω τὸ ἔθνος, μὴν ξεχάσω).
Τὰ «Καλὰ Χριστούγεννα» πρέπει νὰ τὰ λένε ὡς εὐχὴ μόνο Χριστιανοὶ ἀναμεταξύ τους, κι οὔτε κἂν οἱ ντεμὶ σαιζόν. Ὄχι λόγῳ ἰδιοκτησίας. Ἄλλο ἂν σὲ ἕνα κράτος ὅπου ἀκόμη ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἡ κρατούσα θρησκεία, οἱ ἡγέτες του πρέπει νὰ ἐκφράζονται ἀναλόγως. Σὲ ἄλλες περιπτώσεις δὲν ἔχει νόημα, παρὰ ξεχειλώνεται τὸ νόημα τῆς εὐχῆς. Τὰ Χριστούγεννα εἴτε εἶναι θρησκευτική, ἐκκλησιαστικὴ γιορτή, εἴτε ἂς μὴν ὑπάρχουν καθόλου, αὐτὰ καὶ οἱ εὐχές τους.
Ἡ γιαγιά μου ἔβλεπε τὸν Σαντὰμ ποὺ τὸν κρέμαγαν κάποια Χριστούγεννα, καὶ λυπόταν ποὺ τὸν κρέμαγαν, καὶ εἰδικὰ τέτοια μέρα. Ἐγὼ τὸν λυπήθηκα ὁμοίως, πάντως, τὸν μπαρμπα-Στάθη. Ὄχι γιὰ νὰ τὸν βγάλω ἀθῶο, ὄχι γιὰ τὸ τυπικὸ τῆς ὑπόθεσης, ποὺ θὰ πάρει τὸ δρόμο του. Μοῦ ἔδωσε τὴν ἐντύπωση ἀνθρώπου ποὺ τὰ ἔχει χάσει ὅλα, ποὺ τοῦ βγῆκαν ὅλα ἀνάποδα ἐνῶ ὣς τώρα πήγαιναν καλά. Συντριμμένος ἀπὸ τὴν ἀναπάντεχη ἀλλαγὴ τῶν πραγμάτων (ὄχι ἀπαραίτητα μετανιωμένος). Ἔστω κι ἂν ἀποδείχτηκε μπουμπούνας σὲ σχέση μὲ τόσους καὶ τόσους ἄλλους ὅμοιούς του, ἀλλὰ ζάπλουτους καὶ μὲ διασυνδέσεις, ποὺ ἔκαναν τρισχειρότερα μέσα σὲ κότερα, ἰδιωτικὰ τζὲτ καὶ βίλες, κι ὅμως τὴ γλίτωσαν γιατὶ εἶχαν πάρει καλύτερη προφύλαξη. Ἔτσι εἶναι οἱ μικροαστοὶ ροκάδες (σκυλάδες, τράπερ κ.λπ.): Πέφτουν στὴν παγίδα δίχως τὰ ὅπλα τῶν ἰσχυρῶν ὁμοίων. Ὅλοι μας ἔχουμε νοιώσει κάποτε ἔτσι, ποδοπατημένοι, φυσικὰ γιὰ διαφορετικοὺς τελείως λόγους. Ἀλλὰ ὅσοι ἔχουν πάρει συχνὰ τέτοιο ὕφος ἐκμηδενισμένου, δὲν μποροῦν παρὰ νὰ τὸν συμπαθήσουν λόγῳ τοῦ ὕφους του κι ὄχι λόγῳ τῆς ἀθλιότητάς του νὰ τὸ παίζει ἐξουσία σὲ κοριτσάκια καὶ γιὰ λίγο σεξάκι τοῦ παχύσαρκου στὰ 55. Νομίζω ὅτι αὐτὸ εἶναι πιὸ χριστουγεννιάτικο ἀπὸ τὸ νὰ τὸν κοροϊδέψεις σὰ σάκο τοῦ μπόξ. Ὅλοι ψάχνουμε κάπου νὰ ξεσπάσουμε, κι ἀφοῦ δὲν γίνεαι ἀλλοῦ, ξεσπᾶμε σὲ κάτι ποὺ κατακλύζει τὴν ὀθόνη. Εἰδικὰ ὅταν μᾶς ἔχουν ποδοπατήσει μακρινοὶ καὶ κοντινοί.