τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια

Δὲν καταλαβαίνω γιατί νὰ ταράσσεσαι μὲ τὴν ὑποταγὴ τῆς Ἐκκλησίας στὸν Καίσαρα ὅσον ἀφορᾶ τὰ βαφτίσια ὁμοφυλόφιλων ζευγαριῶν ἐνῶ ἔχεις ἀποδεχτεῖ τὴν ἴδια ὑποταγὴ ὅσον ἀφορᾶ πράγματα τῶν προηγούμενων δύο ἐτῶν. Πιὸ ἀ-νόητο εἶναι νὰ νομίσεις ὅτι λέγοντας ξανὰ τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια θὰ σὲ ἀκούσει κάποιος καὶ μετὰ ἡ κοινωνία (ποὺ νομίζεις ὅτι εἶναι μὲ τὸ μέρος σου) θὰ ἀναγκάσει τοὺς λίγους, κακοὺς κρατοῦντες μπλὰ μπλὰ μπλά. Ἢ ὅτι θὰ φέρεις σὲ δύσκολη θέση καὶ θὰ στριμώξεις τοὺς Ἀριστεροὺς φιλοπρόσφυγες (μὲ ἀφορμὴ φόνους ἰθαγενῶν κοριτσιῶν ἀπὸ μουσουλμάνους ἐραστὲς τοὺς ὁποίους τὰ ἴδια διάλεξαν ἐλεύθερα κι ὡραῖα), ἐνῶ εἶναι γνωστὸ ὅτι γιὰ κάθε ἐπιχείρημα ὑπάρχει κι ἕνα ἀντεπιχείρημα -διαδικασία ποὺ φτάνει στὸ ἄπειρο, δηλαδὴ μιὰ τρύπα στὸ νερό. Μᾶλλον γιὰ ἐργασιοθεραπεία πρόκειται (πέραν τῆς ἀγανάκτισης -ὄπα, οἱ ἀγανακτισμένοι), ἂν λάβουμε καὶ τοὺς ἐπαγγελματίες περιφερόμενους διαδικτυακοὺς ταλιμπάν, π.χ. τοὺς φυγότεκνους ἁγίους παύλους ποὺ κραυγάζουν ὑπὲρ τῶν πολυτέκνων καὶ χαίρονται ποὺ δημιουργοῦν τάχα κλίμα «αὐστηρότητος» καὶ «συμμόρφωσης πρὸς τὰ θέσφατα».

Ξεφυλλίζω ἕνα κουλτουριάρικο περιοδικὸ μὲ θεματικὴ (τοῦ τεύχους αὐτοῦ [Κοινοὶ Τόποι]) τὴ μοναξιά, καὶ διάφορα κείμενα ποὺ δὲν πρόλαβα νὰ τὰ δῶ ὅλα τίνος εἶναι. Γενικά, φαίνεται ἐνδιαφέρον. Νομίζω εἶναι κάπως κωμικὸ καὶ κὶτς ποὺ κάθε 10 σελίδες ἔχει καὶ μιὰ ἀσπρόμαυρη (φωτογραφία μὲ) γκόμενα ποὺ κυττᾶ μελαγχολικὰ σὲ ἕνα μελαγχολικὸ τοπίο. Τὸ κωμικὸ ἔγκειται στὸ ὑπαρξιστικὸ στοιχεῖο καὶ ὑπονοούμενο, ἤτοι στὴν προσδοκία τῆς λύτρωσης π.χ. διὰ τοῦ ἔρωτα ἢ τῆς φιλίας τὴν ὁποία προσδοκεῖ ἡ φωτογραφιζόμενη, ποὺ «δὲν τὴν καταλαβαίνουν» (ὅπως «δὲν καταλαβαίνει κανεὶς» καὶ κανένα ἀναγνώστη, ἂχ γιατί;…!). Δὲν τὸ λέω αὐτὸ γιὰ τοὺς ἀνέραστους (αὐτοὶ περιφέρουν τὴν ἀνικανότητά τους νὰ κάνουν π.χ. οἰκογένεια ἢ σχέση μὲ τὸ νὰ ἔχουν ἀναγορευθεῖ ἱεροκήρυκες-θεματοφύλακες… Εἶναι κι αὐτὸ ἕνα ἀντίβαρο στὴν προσωπικὴ μιζέρια: τὸ νὰ ἀγχώνεσαι γιὰ τὰ βαφτίσια ἄλλων καὶ ἡ ἄποψή σου νὰ μετρᾶ). Ἀλλὰ ἂν βγάλουμε τὸ «λυτρωσιακὸ» στοιχεῖο τῆς ἐλπίδας σὲ κάτι (ἐδῶ, ἐντέχνως ἐρωτικῆς -ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ τέτοιοι), ὑπάρχει ὄντως αὐτὴ ἡ αἴσθηση ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὸν χωρὶς ἐπιστροφὴ κατακερματισμὸ τῆς κοινωνίας σὲ ἄτομα καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι κανεὶς δὲν καταλαβαίνει κανέναν καὶ μιλᾶν ἀκαταλαβίστικα ἢ γενικὰ ἔχει λίγο καιρὸ διαθέσιμο καὶ λιγότερη ὑπομονή. Ὅπως τὸ πάρει κανείς, φοβᾶμαι βέβαια ὅτι τὸ δοθὲν νόημα εἶναι τὸ κίτς. Ἀλλὰ εἶναι γνωστὸ ὅτι μιὰ δήλωση ἢ ἕνα ἔργο τέχνης μπορεῖ νὰ παίρνει ἄλλες σημασίες, διαφορετικὲς ἀπὸ ἐκείνη ποὺ ὁ καλλιτέχνης σκόπευε κι ἔδωσε. Πάντως, τὸ πέταμα τῆς μπάλας στὴν ἐξέδρα (τὰ βαφτίσια τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ τὴν Ἐκκλησία ποὺ θὰ ἀνθίστατο σὲ αὐτά, ἐνῶ ἔχει καθυποταχθεῖ σὲ πολὺ σοβαρότερα θέματα, ἢ τὸ τί θὰ ἔκανε μιὰ «πραγματικὴ -χαχά- Ἀριστερὰ» ποὺ θὰ ἔτρεχε νὰ ὀργανώσει τοὺς πτωχοὺς σὲ νεοαγανακτισμένες ταξικὲς στοχεύσεις, παρέα μὲ δραστήριους χριστιανοκομμουνιστικὲς παπάδες ἴσως) -γιατὶ τέτοιο εἶναι: πέταμα τῆς μπάλας- εἶναι τόσο ἄσκηση ὕφους μὴ πρακτικὴ (χωρὶς πρακτικὰ ἀποτελέσματα) ὅσο οἱ ὀνειροπολήσεις τῶν φωτογραφιῶν (ἀνάμεσα σὲ ὡραῖα κείμενα) μὲ τὴ γκόμενα/-ο ποὺ κυττᾶ μόνη στὸν ἀνοιχτὸ ὁρίζοντα μπὰς καὶ ἔρθει ὁ τύπος ποὺ θὰ «τὴ σώσει» καὶ θὰ τῆς ἀπαντήσει στὸ «ποιὰ εἶμαι;» καὶ θὰ νοιώσει νὰ τῆς φεύγει τὸ «Ἀνικανοποίητο» (προτοῦ ξεψαρώσει κι αὐτή, καὶ πιάσει τὸ νόημα τῆς ζωῆς καὶ γίνει ἀδιάβροχη βρέξει-χιονίσει).

This entry was posted in Χωρίς κατηγορία. Bookmark the permalink.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s