Μοιρολόγια καὶ Ἰωάννης Δαμασκηνός

Πολὺ μελάνι καὶ πολλὰ ΜΒ ἔχουν σπαταληθεῖ γιὰ τὸν προσδιορισμὸ τοῦ βαθμοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τῶν Ἑλλήνων, ἐννοεῖται τοῦ βαθμοῦ ποὺ ὑπῆρχε πρὸ τῆς μεταπολεμικῆς καὶ μεταπολιτευτικῆς βοθροποίησης καὶ ἀνωμαλίας. Τὸ φάσμα κυμαίνεται ἀπὸ τοὺς ὁπαδοὺς τῆς ὕπαρξης «κρυπτοεθνικῶν» κι ἐκείνους ποὺ λὲν ὅτι στὴν πραγματικότητα οἱ Ἕλληνες μόνο τυπικὰ ἐκχριστιανίστηκαν ὄντας παγανιστὲς ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ, ὣς ἐκείνους ποὺ πιστεύουν ὅτι καλῶς ἢ κακῶς ἐπὶ 1.700 χρόνια εἴμαστε Ἑλληνοχριστιανοί (ἂς μὴν τρομάζει τὸ ὄνομα) ὅσο κι ἂν δὲν (πολυ)πιστεύουν, καί, στὴν ἄλλη μεριά, ἐκείνους ποὺ πιστεύουν στὴν ὕπαρξη ἑνὸς μπετοναρισμένου, καθαροῦ καὶ  ξάστερου Ὀρθόδοξου ἔθνους, ποὺ σὲ ὅλα τὰ μήκη καὶ πλάτη (γεωγραφικά, κοινωνικά, χρονικά) ἔχει τὰ ἰδεατὰ ὀρθόδοξα χαρακτηριστικὰ στὴ σκέψη καὶ τὴν πράξη.

Στὴν πραγματικότητα, ἡ ἀποσαφήνιση τῆς ἄποψης ὅτι ἡ ἀλήθεια βρίσκεται κάπου στὴ μέση λίγες φορὲς ἔγινε -ἢ δὲν ἔγινε καθόλου. Διάφοροι γνωστοὶ ποιητὲς (ἐμένα δἐν μ’ ἀρέσουν) εἴτε ἀναρωτήθηκαν πῶς γίνεται νὰ συνδυαστοῦν «τόσο ἀνόμοια πράγματα» ἐνῶ ἄλλοι τὰ συνέδεσαν μὲ τρόπο μᾶλλον ἐξωχριστιανικό. Παράλληλα, ὑπῆρχαν καὶ λογοτέχνες ποὺ τὰ συνέδεσαν μὲ τρόπο μᾶλλον ἢ προφανῶς χριστιανικό.

Προφανῶς, δὲν θὰ κάτσω νὰ ἀσχοληθῶ μὲ τὴν παράθεση ντοκουμέντων. Οὔτε τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῶν ἐθίμων (ἀκόμη καὶ θυσιῶν ζώων) μὲ τὸ νὰ τοὺς δοθεῖ νέο νόημα καὶ λατρευτικὸ ἀντικείμενο. Τὸ ἐρώτημα ἤδη εἶναι λαθεμένο στὸ ὅτι παίρνει ὡς Χριστιανισμὸ μόνο τὸ δόγμα τῆς Ἀποκάλυψης κι Ἐνσάρκωσης, ἐκτὸς τόπου καὶ χρόνου (Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία), καθὼς καὶ στὸ ὅτι παίρνει ὡς Ἑλληνισμὸ κάτι στὴν καθαρὰ χημική του μορφή, καὶ μάλιστα μιᾶς συγκεκριμένης προχριστιανικῆς περιόδου. Μπορεῖ, κατόπιν, νὰ δεῖ κάποιος μιὰ ταύτιση Ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ σὲ θέματα τέχνης καὶ τῆς ὑποκρυπτόμενης κοσμοθεώρησης σὲ αὐτήν: Ἀντίθετα ἀπὸ τοὺς Εἰκονομάχους, τοὺς Ἰσλαμιστές, τοὺς Ἑβραίους καὶ τοὺς φράγκους Χριστιανούς, Ὀρθοδοξία καὶ Ἑλληνισμὸς συμμάχησαν ὣς πρὸς τὸ ζήτημα τῶν εἰκόνων, τῆς σημασίας τῶν εἰκόνων. Ὄχι μόνο στὸ ὅτι ἀποδέχονται τὴν ἀπεικόνιση τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ καὶ στὸ ὅτι ἀναγνωρίζουν στὴν εἰκόνα ἢ τὸ ἄγαλμα μυστηριώδεις δυνάμεις, εἶναι μιὰ πόρτα στὸ ὑπερφυσικό (βλ. τὰ Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως ἢ τὶς ἀπόψεις τοῦ Νικήτα Χωνιάτη γιὰ τὰ ἀγάλματα). Γιὰ τοὺς Φραγκο-Λατίνους (πόσο μᾶλλον τοὺς Προτεστάντες ποὺ θεωροῦν τὴν εἰκόνα ἐκδήλωση εἰδωλολατρίας), ἡ εἰκόνα καὶ τὸ ἄγαλμα εἶναι ἁπλὰ ἀναμνηστικά, ὑπενθυμιστικά τῶν ἱστορούμενων γεγονότων (Σύνοδος της Φραγκφούρτης) -βοηθοῦσε καὶ ἡ ἀγραμματοσύνη τους νὰ παρεξηγοῦν τοὺς Εἰκονόφιλους. Ἄλλη ἀπόδειξη εἶναι ἡ ἐμμονὴ τῶν Νεομαρτύρων ἀλλὰ καὶ τοῦ ὑπόλοιπου πληθυσμοῦ, ἐπὶ ἑκατοντάδες χρόνια, νὰ μὴν ἀλλαξοπιστήσει, ἐνῶ κάτι τέτοιο ἦταν τὸ μόνο ὠφέλιμο γιὰ τὸ ἀτομικό του καὶ οἰκογενειακό του συμφέρον, ἀφοῦ ἡ ἐμμονὴ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα φτώχεια, καταπίεση-σφαγές, ἁρπαγὴ τῶν τέκνων κ.λπ.

Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἡ ἀντίθετη τάση: Ποὺ δὲν εἶναι -ὅπως κακῶς θεωρεῖται- κάποιος λαϊκὸς ἀντικληρικαλισμὸς ποὺ ἐκδηλώνεται π.χ. στὰ Καρναβάλια (τέτοιος ὑπῆρχε καὶ στὴν Ἀρχαιότητα). Ἀλλὰ ἡ ρητὴ διατύπωση ἀντίλήψεων ἀντίθετων πρὸς τὶς χριστιανικές. Αὐτὴ ἀπαντᾶ λιγότερο σὲ ποιήματα (Διγενής Ἀκρίτας) καὶ σὲ φιλοσόφους (Πλήθων, Ψελλός, Ἰωάννης Ἰταλός) καὶ περισσότερο στὰ λαϊκὰ ἔθιμα καὶ δημοτιὰ τραγούδια, παρ’ ὅλο ποὺ κι ἐκεῖ ὑπάρχουν πολλὰ τραγούδια π.χ. γιὰ τὶς χριστιανικὲς γιορτὲς ἢ μὲ χριστιανικὸ περιεχόμενο. Σὲ κάποια ἀπὸ αὐτὰ διαφαίνεται ἡ ὕπαρξη μὴ χριστιανικῶν ἢ ἐξωχριστιανικῶν ἢ ἀχριστιανικῶν ἐνσωματωμένων θεμάτων: ἄλλοτε ὡς ἐλάχιστο κομμάτι τοῦ τραγουδιοῦ, κι ἄλλοτε ὡς σημαντικό. Γιὰ νὰ φέρω ἕνα προσωπικὸ παράδειγμα, τὰ Κάλλαντα τοῦ χωριοῦ μου δὲν ἔχουν ἵχνος Χριστιανισμοῦ, ὡστόσο οἱ συχωριανοί μου (καὶ οἱ πρόγονοί μου ποὺ ἔζησαν ἐκεῖ) ἦταν πολὺ εὐσεβεῖς, τουλάχιστον ὡς πρὸς τὸ τυπικὸ μέρος.

Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ λαϊκὰ ἔθιμα εἶναι ἡ στάση πρὸς τὸ θάνατο, ὅπως φαίνεται στὰ μοιρολόγια. Ὅπως γράφει ὁ Στέλιος Κοῦκος:

Τα μοιρολόγια, όμως, μοιάζουν να μην έχουν δεχτεί κάποια αντίστοιχη επιρροή, ούτε ως τελετουργία ούτε ως «ιδεολογική» επιρροή. Η ποιητικότατη και μεστή νοημάτων νεκρώσιμος ακολουθία του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού φαίνεται σαν να μην έχει «αγγίξει» τις ευαίσθητες ποιητικές φλέβες των μοιρολογιστρών.

Ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες μουσικοσυνθέτες ανέφερε κάποτε σε έναν αγιορείτη ιερομόναχο το πόσο ανακουφίστηκε κατά τη διάρκεια της νεκρώσιμης ακολουθίας συγγενικού του προσώπου από τα μηνύματα που έλαβε από το περιεχόμενό της. Χωρίς βεβαίως ο ίδιος να είναι άνθρωπος της εκκλησίας.

Από ανάλογα μηνύματα δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς πως εμφορείται το ελληνικό μοιρολόι. […] Το ποιητικό τους περιεχόμενο μοιάζει να αντιστρατεύεται το ίδιο το γεγονός του χωρισμού, και ιδιαίτερα του θανάτου, παραπέμποντάς μας σε μια ιδιότυπη μεταφυσική ποιητική διάσταση. Πρόκειται ουσιαστικά για μια ομοιοπαθητική μέθοδο αντιμετώπισης του θανάτου και της προσωποποίησής του, δηλαδή του Χάροντα. Και αυτό μπορεί να μας θυμίζει το «θανάτω θάνατον πατήσας», αλλά χωρίς το «εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος», τη βεβαιότητα δηλαδή της χριστιανικής ανάστασης.

Τώρα, μιὰ σύγκριση. Χωρὶς νὰ συμφωνῶ ἀπόλυτα μὲ τὸν Σ.Κ., γιατὶ θεωρῶ ὅτι ὑπάρχει καὶ στὰ δύο ἡ συναίσθηση τῆς ματαιότητας καὶ τοῦ συντόμου τῆς ζωῆς. Αὐτὴ ἡ συναίσθηση -κι ἐκεῖ χωρίζουν οἱ δρόμοι– εἴτε συνεπάγεται χριστιανικὴ στάση (ἐλπίδα, φόβος, μετάνοια κ.λπ.) εἴτε ἕνα ἀπέραντο κι ἀτελεύτητο κλάμα, κάτω στὸν Ἅδη καὶ πάνω στὴ Γῆ, ποὺ στὰ ρεμπέτικα (σὲ χρονικὰ προχωρημένο στάδιο τῆς λαϊκῆς κουλτούρας) μετατρέπεται «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γὰρ…» («μιὰ ζωὴ τὴν ἔχουμε κι ἂν δὲν τὴ γλεντήσουμε..»). Μόνο στὰ παιδάκια δίνεται ἡ εὐχὴ νὰ πάει τὸ νεκρὸ παιδὶ καὶ νὰ παίξει στὸν παράδεισο -ἀλλὰ σπάνια.

Νεκρώσιμος Ἀκολουθία τοῦ ἅγιου Ἰωάννη Δαμασκηνοῦ (ἐπιλογή ἀπὸ τὴ μετάφραση):

Ἐσὺ ποὺ τὸν παλιὸ καιρὸ μὲ ἔπλασες ἀπὸ τὸ μηδὲν καὶ μὲ τίμησες μὲ τὴν θεία σου εἰκόνα, ἀφοῦ παρέβηκα τὴν ἐντολή Σου μὲ γύρισες πάλι στὴν γῆ ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχομαι, ἐπανάφερέ με στὸ καθ᾿ ὁμοίωσιν γιὰ νὰ ξαναβρῶ τὴν παλαιὰ ὀμορφιά. […] Δῶσε μου τὴν πατρίδα ποὺ ποθῶ κάνοντάς με ξανὰ πολίτη τοῦ Παραδείσου. Ἀνάπαυσε ὁ Θεὸς τὸν δοῦλο Σου καὶ τοποθέτησέ τον στὸν Παράδεισο ὅπου βρίσκονται χοροὶ τῶν Ἁγίων καὶ οἱ δίκαιοι θὰ λάμψουν ὡς φωστῆρες. […] Ποιὰ ἀπόλαυση τῆς ζωῆς βρίσκεται ἀμέτοχη λύπης; Ποιὰ δόξα γήινη μένει σταθερὴ καὶ ἀμετάθετη; Ὅλα εἶναι ἀσθενέστερα ἀπὸ τὴν σκιὰ καὶ ἀπατηλότερα ἀπὸ τὸ ὄνειρο, μία στιγμὴ καὶ ὅλα τὰ διαδέχεται ὁ θάνατος. […] Σὰν τὸ λουλούδι μαραίνεται καὶ σὰν ὄνειρο φεύγει καὶ διαλύεται κάθε ἄνθρωπος. Ὅταν (στὴν δευτέρα Παρουσία) ἠχήσει ἡ σάλπιγγα ὅλοι οἱ νεκροὶ σὰν νὰ γίνεται σεισμός, θὰ ἀναστηθοῦν ἀπὸ τὰ μνήματα γιὰ νὰ Σὲ συναντήσουν Χριστέ. […] Ἀλίμονο πόσο ἀγώνα ἔχει ἡ ψυχὴ ὅταν παλεύει νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, πόσα δάκρυα χύνει τότε καὶ δὲν ὑπάρχει κανεὶς νὰ τὴν ἐλεήσει. Βλέπει πρὸς τοὺς Ἀγγέλους, χωρὶς ὅμως ἀνταπόκριση. Πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τείνει τὰ χέρια χωρὶς νὰ τὴν βοηθήσει κάποιος. Γι᾿ αὐτὸ ἀγαπητοί μου ἀδελφοὶ ἀφοῦ κατανοήσουμε τὸ μικρὸ διάστημα τῆς ζωῆς μας, ἂς παρακαλέσουμε τὸν Χριστὸ νὰ χαρίσει ἀνάπαυση στὴν ψυχὴ τοῦ μεταστάντος […] Ὅλα τὰ ἀνθρώπινα πράγματα εἶναι παροδικὰ καὶ δὲν ὑπάρχουν μετὰ τὸν θάνατο, οὔτε τὰ πλούτη παραμένουν, οὔτε ἡ δόξα μᾶς συνοδεύει. Διότι ὅταν ἔρχεται ὁ θάνατος ὅλα αὐτὰ θὰ ἐξαφανιστοῦν. Γι᾿ αὐτὸ ἂς φωνάξουμε στὸν ἀθάνατο βασιλιὰ καὶ Χριστό μας, […] γιὰ νὰ μὲ πλάσεις ζῶο ἀνάμικτο ἀπὸ ὁρατὴ καὶ ἀόρατη φύση […] Θρηνῶ καὶ κλαίω ὅταν ἐννοήσω τὸν θάνατο καὶ δῶ στοὺς τάφους τὴν δική μας ὡραιότητα ποὺ πλάστηκε κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ, χωρὶς μορφή, χωρὶς δόξα, χωρὶς εἶδος. Πόσο μεγάλο θαῦμα. Διότι ἔγινε γιὰ ἐμᾶς αὐτὸ τὸ μυστήριο; Ὁ θάνατός Σου Κύριε ἔγινε πρόξενος ἀθανασίας, διότι ἂν δὲν ἐνταφιαζόσουν στὸ μνῆμα, […] Εὐτυχισμένοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ πενθοῦν, διότι θὰ παρηγορηθοῦν. […] Αὐτὸς ἔφυγε ἀπὸ τὴν συγγένειά του καὶ πρὸς τὸν τάφο πηγαίνει, μὴ φροντίζοντας πλέον τὰ μάταια τῆς ζωῆς καὶ τοῦ σώματος.

Μοιρολόγια (ἐπιλογή):

«Άσε με, Χάρε μ’, άσε με παρακαλώ να ζήσω, 
τι έχω τα πρόβατα άκουρα και το τυρί ‘ς το ζύγι,
τι έχω γυναίκα παρανιά και χήρα δεν της πρέπει,
τι έχω παιδί κ’ είναι μικρό κι’ ορφάνια δεν του μοιάζει.
-Τα πρόβατα κουρεύονται και το τυρί ζυγειέται,
και ταρφανό πορεύεται κ’ η χήρα κυβερνειέται.»

Το δρόμον οπού πέρασα, δεν τον ξαναδιαβαίνω.
Θα πάω ‘ς της Άρνης τα βουνά, ‘ς της Αρνεσιάς τη βρύση,
κ’ έχω της γης για στρώματα, σεντόνια έχω το χώμα,
και γεύομαι τον κουρνιαχτό, δειπνάω από το χώμα,
και πίνω τ’ ωριοστάλαχτο της πλάκας το φαρμάκι.
-Σαν αποφάσισες να πας, να μην ξαναγυρίσης,
άνοιξε τα ματάκια σου να μ’ αποχαιρετήσης,
να μας αφήσης το χε γεια και το μεγάλον πόνο.»

Αυτού που βούλεσαι να πας, κι’ όπου ξεπερατειέσαι,
αν εύρης νιους χαιρέτα τους, και νιαις κουβέντιασέ τους,
κι’ αν εύρης και μικρά παιδιά γλυκά παργόρησέ τα.
Μην κάμης νιαις να κλάψουνε και νιους ν’ αναστενάξουν,
μην κάμης και μικρά παιδιά και θυμηθούν τη μάννα.
Μην πης πως έρχεται Λαμπρή, πως έρχονται γιορτάδες.
Πες του Χριστού πως χιόνιζε και τη Λαμπρή θα βρέχη,
και την ημέρα τ’ άη Θωμά θα σέρνουν τα ποτάμια.
Πως δε θα βγούνε τα παιδιά με ταις γλυκειάϊς μαννάδες,
ούτε θα βγουν τ’ άδρόγενα να πολυαγαπημένα.

Παρακαλώ σε, μάννα μου, μια χάρη να μου κάμης,
ποτέ σου γέρμα του γηλιού μην πιάνης μοιρολόγι,
γιατί δειπνάει ο Χάροντας με τη Χαρόντισσά του.
Κρατώ κερί και φέγγω τους, γυαλί και τους κερνάω,
κι’ άκουσα τη φωνοϋλα σου κ’ εσπάραξε η καρδιά μου,
και μου ραγίστη το γυαλί και το κερί μου σβήστη,
και στάζει η στάλα του κεριού μέσ’ ‘ς τους αποθαμένους,
καίει των νυφάδων τα χρυσά, του νιώνε τα στολίδια.
Θυμώνει ο Χάρος με τα με, ‘ς τη μαύρη γης με ρήχνει,
το στόμα μ’ αίμα γιόμισε, ταχεϊλι μου φαρμάκι.

Του Χάρου κακοφάνηκε, γυρίζει και της λέει.
«Τι έχεις, κόρη, που χλίβεσαι και χύνεις μαύρα δάκρυα,
και τρέχουν και τα μάτια σου σα μαρμαρένια βρύση;
Μη σε πονεί οχ τη μάννα σου, να στείλω ναν τη φέρω;
-Δε με πονεί οχ τη μάννα μου, μη στέλνης νάν τη φέρης.
-Μη σε πονεϊ οχ ταδέρφια σου, να στείλω νάν τα φέρω;
-Δε με πονεϊ οχ ταδέρφια μου, μη στέλνης ναν τα φέρης,
μόν’ με πονεϊ οχ το σπίτι μου κι’ οχ τον Απάνω κόσμο.
-Α σε πονέ οχ το σπίτι σου, πλια δεν το μεταβλέπεις

Δεν είναι κρίμα κι’ άδικο, παραλογιά μεγάλη,
να στέκουν τα παλιόδεντρα και τα σαρακιασμένα,
να πέφτουνε τα νιόδεντρα με τάνθη φορτωμένα;

Πάννε και σου, παιδάκι μου, με τάλλα τα παιδάκια,
‘ς του παραδείσου το πλατύ μαεύγουλ λουλουδάκια.

«Βουνά μου και λαγκάδια μου και κάμποι με τα ρόδα,
μην είδατε ταηδόνι μου κ’ έπέρασε πετώντας;
-Εχτές προχτές επέρασε και πάει ‘ς τον Κάτου Κόσμο.
Τη νύχτα κλαίει για βυζί και την αυγή για μάννα
και μέσ’ ‘ς τα ξημερώματα ποιος να το ξετυλίξη.»

 

Τρεις αντρειωμένοι βούλονται να βγουν από τον Άδη.
Ο ένας να βγη την άνοιξη, κι’ ο άλλος το καλοκαίρι,
κι’ ο τρίτος το χινόπωρο, οπού είναι τα σταφύλια.
Μια κόρη τους παρακαλεί, τα χέρια σταυρωμένα.
Γϊα πάρτε με, λεβέντες μου, για τον Απάνου κόσμου.
-Δεν ημπορούμε, λυγερή, δεν ημπορούμε, κόρη.
Βροντομαχούν τα ρούχα σου κι’ αστράφτουν τα μαλλιά σου,
χτυπάει το φελλοκάλιγο και μας ακούει ό Χάρος.
-Μα γω τα ρούχα βγάνω τα και δένω τα μαλλιά μου,
κι’ αυτό το φελλοκάλιγο μέσ’ ‘ς τη φωτιά το ρηχνω.
Πάρτε με, αντρειωμένοι μου, να βγω ‘ς τον Πάνω κόσμο,
να πάω να ιδώ τη μάννα μου ως χλίβεται για μένα.
-Κόρη μου, εσένα η μάννα σου ‘ς τη ροϋγα κουβεντιάζει.
-Να ιδώ και τον πατέρα μου πως χλίβεται για μένα.
-Κόρη μου, κι’ ο πατέρας σου ‘ς το καπελειό ειν’ και πίνει.
-Να πάω να ιδώ ταδέρφια μου πως χλίβονται για μένα.
-Κόρη μου, εσέν’ ταδέρφια σου ριχτούνε το λιθάρι.
-Να ιδώ και τα ξαδέρφια μου πως χλίβονται για μένα.
-Κόρη μου, τα ξαδέρφια σου μέσ’ ‘ς το χορό χορεύουν

Κ’ η κόρη ναναστέναξε βαθιά ‘ς τον Κάτω κόσμο…

Κόρη μου, σε κλειδώσανε κάτω ‘ς την Αλησμόνη,
που ‘ς τό μπα δίγουν τα κλειδιά, ‘ς το έβγα δεν τα δίγουν,
και ‘ς το μπαινοξανάβγαρμα σφιχτά σε μανταλώνουν,
που κόρη μάννας δε μιλεί, μηδέ ‘ς την κόρη η μάννα,
μηδέ τα τέκνα ‘ς τους γονιούς, μηδέ οι γονιοί ‘ς τα τέκνα,
κι’ ο βασιλές ακόμη κει με όλους μας ειν’ ίσια.
Εκεί ‘ν’τα σπίτια σκοτεινά, οι τοίχοι ραχνιασμένοι,
εκεί μεγάλοι και μικροί ειν’ ανακατεμένοι.

Κάτου ‘ς τα Τάρταρα της γης, τα κρυοπαγωμένα,
μοιρολογούν οι λυγεραίς και κλαιν τα παλληκάρια.
«Τάχα να στέκη ο ουρανός, να στέκει ο Απάνου κόσμος,
να στέκουν τα χοροστασιά, σαν που ήτανε και πάντα,
να λειτουργειώνται οι εκκλησιαίς, να ψέλνουν οι παπάδες;»

Κι ὁ κατάλογος δὲν ἔχει τέλος.

Ἀτελεύτητο κλάμα. Ποιητικότατο καὶ πολὺ συγκινητικό -ἀρκεῖ κανεὶς νὰ σκεφτεῖ τοὺς δικούς του νεκρούς. Ἀλλὰ ὣς ἐκεῖ.

Τί περίεργο, λοιπόν, ποὺ αὐτὴ τὴ μεριὰ τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ποὺ μᾶς ἀρέσει γιατὶ δείχνει πὼς ἀπὸ ἐκεῖ καταγόμαστε, σὲ πεῖσμα τοῦ Ἀριστεριστῆ-Συριζαίου, αὐτὴ νὰ μὴν ἱκανοποιεῖ φιλοσοφικὰ σὲ σχέση μὲ τὸν Δαμασκηνό. Ἄλλωστε, οἱ Ἀρχαῖοι εἶχαν τὰ Μυστήρια -κι ἀπὸ ἐδῶ ξαναπᾶμε στὴν καταγγελία τοῦ ἴδιου διαδεδομένου παραμυθιοῦ, γιὰ τὴν ἀποστειρωμένη ἐκδοχὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τὴν ἐκδοχὴ τοῦ τελείως ἄσχετου μὲ τὸν Χριστιανισμὸ προχριστιανικοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὅπως εἶχα γράψει παλιά, εἶναι κάτι ποὺ πολλοὶ ἀντιχριστιανοὶ δὲν θέλουν νὰ παραδεχτοῦν: Τὸ γεγονὸς ὅτι ὑπάρχει στὸν προχριστιανικὸ Ἑλληνισμὸ κάτι ποὺ μοιάζει πολὺ μὲ τὸν Χριστιανισμό (ἄλλο ἕνα στοιχεῖο ὁμοιότητας- ποὺ λείπει ἀπὸ τὰ δημοτικὰ τραγούδια, ὅμως):Ἐλπίδα.

This entry was posted in παράδοση, παλιά και νέα θεότητα, ποίηση, Αρχαιότητα, Ελλάδα, Ρωμανία, ανθρώπινα, θρησκεία, κοινωνία and tagged , , , , , , , . Bookmark the permalink.

Σχολιάστε